- κήρας
- κήρᾱς , κήραcerafem acc plκήρᾱς , κήραcerafem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κῆρας — Κήρ the goddess of death fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κῆρας — κήρ the goddess of death fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Iliad — The Iliad (Greek: Ἰλιάς [iliás] (Ancient), Ιλιάδα [ili aða] (Modern)) is, together with the Odyssey , one of two ancient Greek epic poems traditionally attributed to Homer. The poem is commonly dated to the late 9th or to the 8th century BC… … Wikipedia
PARCAE — filiae Iovis ex Themide, an ex Nocte, Chao, Necessitate? etc. Deae fatales, humanae vitae stamina dispensantes. Dictae autem videntur Parcae a partu, teste Varrone, loc. cit. eo quod nascentibus hominibus bona malaque conferre censeantur. Sed… … Hofmann J. Lexicon universale
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
κήρα — (I) κήρα, ἡ (Α) [κηρός] κηρωτή πινακίδα αλειμμένη με κερί. (II) η (Μ κήρα) νεοελλ. (μόνο στη φρ. «μώρα και κήρα») ως κατάρα μσν. η κηρ* η καταστροφή ο όλεθρος, ο θάνατος («κήρας ὑπέρτερος», Κορυδαλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κήρ (I) κατά… … Dictionary of Greek
κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… … Dictionary of Greek
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek
νηλεόποινος — νηλεόποινος, ον (Α) (επίθ. για τις Κῆρες, αδελφές τού Θανάτου, κόρες τής Νυκτός) αυτός που τιμωρεί χωρίς έλεος, σκληρά, άσπλαχνα («καὶ Μοίρας και Κῆρας ἐγείνατο νηλεοποίνους», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηλεής «άσπλαχνος» + ποινος (< ποινή), πρβλ … Dictionary of Greek